- ап(п)робировать
- -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.μ.1. (γραπ. λόγος) επιδοκιμάζω• συγκατατίθεμαι, συναινώ• εγκρίνω.2. δοκιμάζω, κάνω δοκιμή πειραματίζομαι (στην αγροκαλλιέργεια).ап(п)робироватьсяεπιδοκιμάζομαι κλπ. ρ.μ.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.